- αρθρογραφώ
- αρθρογραφώ βλ. πίν. 73
(κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αρθρογραφώ — ( έω) [αρθρογράφος] συντάσσω άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά … Dictionary of Greek
αρθρογραφώ — ησα, γράφω το κύριο άρθρο ή άρθρα της ειδικότητάς μου σε εφημερίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)